- νάκαρα ή ανακαράδες
- Μεμβρανόφωνα μουσικά όργανα των Βυζαντινών που αναφέρονται σε βυζαντινά κείμενα και δημοτικά τραγούδια. Η λέξη προέρχεται από την αραβική νάκαρα και την περσική νακαρέτ. Ήταν διπλά τύμπανα, σαν μεγάλοι κεσέδες, καλυμμένοι με πετσί, που τα τοποθετούσαν επάνω στα άλογα, και τα έπαιζαν οι καβαλάρηδες στις στρατιωτικές και άλλες παρελάσεις.
Dictionary of Greek. 2013.